- κατέσκεπεν
- κατά-σκέπτομαιlookaor ind mp 3rd pl (epic)κατά-σκέπωimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεροιδαίνω — Α μτφ. φουσκώνω υπέρμετρα (α. «τὸν... ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπεν... χεὶρ... Εὐρώταν», Ρουφίν. β. «καρδίαν ὑπεροιδαίνουσαν», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἰδαίνω «φουσκώνω, εξογκώνω»] … Dictionary of Greek